«Χαράματα»
Χαράματα, θα γκρεμίσω τα κατοπινά δωμάτια,
είθε με τον ήλιο ν’ αγγίξω την μακρινή υπόσχεση των νερών,
με ένα φιλί, με ένα ψιλόβροχο άγγιγμα,
ήταν απάγκιο, ήταν δάκρυα και πευκοβελόνες.
Θυμάσαι τους λάκκους;
Τράβηξαν και όλα τα πέπλα με τα πεπραγμένα,
και πιο κάτω,
πάντα ένα κερί, ένα ψιλόβροχο άγγιγμα.
Συγχώρεσέ μου το πένθιμο θρόισμα του εναγκαλισμού,
το σκονισμένο χαμόγελο πάνω στην ανθισμένη φορεσιά.
Χαράματα, και είχα τη γη και τις ρίζες,
το παιδιακίσιο ασβέστωμα των πουλιών.
Leave a Reply